- μπαμπεσιά
- η вероломство, коварство; обман;
τον σκοτώσανε με μπαμπεσιά — его убили вероломно, из-за угла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον σκοτώσανε με μπαμπεσιά — его убили вероломно, из-за угла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαμπεσιά — [μπαμπέσης] 1. η ιδιότητα τού μπαμπέση, δολιότητα, υπουλότητα 2. πράξη η οποία γίνεται με ύπουλο και δόλιο τρόπο («τόν χτύπησε με μπαμπεσιά») … Dictionary of Greek
μπαμπεσιά — η η δολιότητα, η ραδιουργία: Του φέρθηκε με μπαμπεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)